Βοήθεια!


Ο ήλιος έδυε κι εσύ ξάπλωνες στα πόδια μου. Χάιδευα τα μαλλιά σου κι απολάμβανα τη θαλασσινή αύρα. Οι εχθροί παραμόνευαν. Ο ένας μέσα σου, ο άλλος γύρω μας. Κι εγώ σ’ αγαπούσα όλο και πιο πολύ μα ξεχνούσα ν’ αγαπήσω εμένα. Μ’ έπιανες στα χέρια σου τα λατρεμένα και μ’ έκανες χίλια κομμάτια. Μα έλεγες πως είναι από αγάπη. Έτσι είναι η αγάπη. Σε πίστεψα.
Κάθε κομμάτι μου που έπεφτε κάτω και θρυμματιζόταν έκανε θόρυβο. Οι άλλοι τον άκουγαν όμως εγώ έκλεινα οικειοθελώς τ’ αυτιά μου. Εκείνοι φώναζαν μα έβλεπα μονάχα χείλη ν’ ανοιγοκλείνουν και γελούσα. «Αφήστε με να ζήσω στην ευτυχία μου» έλεγα γιατί δεν ήξερα τι σημαίνει να ‘σαι ευτυχισμένος. Βυθιζόμουν σ’ εκείνη τη σκοτεινή θάλασσα που με παράσερνες κι έβλεπα χέρια να προσπαθούν να με τραβήξουν. Μα τ’ αγνοούσα. Κανένα δεν μου προσέφερε την ασφάλεια του δικού σου.
Ώσπου μια μέρα τα χέρια σου ‘γιναν λαβές που έσφιγγαν το λαιμό μου. Κολυμπούσα σαν τρελή να βρω την έξοδο κινδύνου. Κοίταζα από ‘δω ,κοίταζα από ‘κει. Έπιανα τα χέρια που ήθελαν να με τραβήξουν στην επιφάνεια αλλά γλιστρούσα κι έπεφτα ξανά μες το νερό. Γιατί; Αφού ήταν διατεθειμένοι να με βοηθήσουν ,γιατί με άφηναν τώρα που προσπαθούσα να ξεφύγω;
«Μην κλαις πια. Φτάνει τώρα, έλα.»
 Ένα κορίτσι μου χαμογελούσε και μου άπλωνε το χέρι.
«Μονάχα εγώ μπορώ να σε σώσω.»
 Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Ναι, έβλεπα καλά, το κορίτσι ήμουν εγώ. Βγήκα στη στεριά και χαμογέλασα. Ξύπνησα από λήθαργο βαθύ, βρέθηκα σε άλλο κόσμο. Κατάλαβα πως αν δεν σηκωθείς εσύ τα χέρια θα σε τραβούν προς τις δικές τους κατευθύνσεις. Εσύ είσαι ο μόνος που θα υψώσεις την ψυχή σου, εσύ είσαι ο μόνος που θ’ αποφασίσεις να μην ζεις πια όπως το θέλουν οι άλλοι, εσύ είσαι αυτός που θα χαράξει την πορεία του, που θα ξεφύγει από δρόμους αγκάθινους που παρουσιάζονται αγγελικά πλασμένοι.

Ψάξε λοιπόν τον εαυτό σου και από αυτόν ζήτα βοήθεια.



Φρόσω Αποστόλου

Σχόλια